τραυματικός

τραυματικός
traumatic

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τραυματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικός — ή, ό / τραυματικός, ή, όν, ΝΜΑ [τραῦμα, τραύματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τραύμα νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται ή οφείλεται σε τραύμα («τραυματικός πυρετός» πυρετός οφειλόμενος στην απορρόφηση προϊόντων αποδομής από μια τραυματική… …   Dictionary of Greek

  • τραυματικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το τραύμα, που προέρχεται από τραύμα: Τραυματικός πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυματικά — τραυματικός of neut nom/voc/acc pl τραυματικά̱ , τραυματικός of fem nom/voc/acc dual τραυματικά̱ , τραυματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικῶν — τραυματικός of fem gen pl τραυματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικόν — τραυματικός of masc acc sg τραυματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικαῖς — τραυματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικαί — τραυματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικοῖς — τραυματικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικοῦ — τραυματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματικούς — τραυματικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”